- δεικηλίκτας
- δεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτηςmasc acc plδεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεικηλίκτας — δεικηλίκτας, ο (δωρ. τ.) (Α) [δείκηλον] 1. αυτός που παριστάνει κάτι 2. κωμικός ηθοποιός … Dictionary of Greek